Ο Ιούνιος είναι πια γεγονός, αγαπητές και αγαπητοί συνταξιδιώτες! Καλοκαίρι, λοιπόν, και με τη βούλα του ημερολογίου, γιατί ήδη από το προηγούμενο διάστημα είχαν κάνει την εμφάνισή τους θαρραλέες οι πρώτες ζέστες.
Και στην εποχή που έχουμε βρεθεί να ζούμε, καλώς ή κακώς, το πρώτο «Καλό μήνα!!!» που άκουσα, ίσως και σε εσάς κάτι παρόμοιο να συνέβη, λίγο μετά τα μεσάνυχτα ήρθε από το φέισμπουκ, ή αλλιώς φατσοβιβλίο, που λέει ένας γνωστός μου.
Δεν ξέρω για εσάς αλλά εμένα, αυτοστιγμεί στα αυτιά μου άρχισε να ηχεί ένας απαλός παφλασμός κυμάτων, να έτσι, σαν χάδι. Ήχος, ανάσα θάλασσας και μάλιστα πολύ οικείος. Τόσο οικείος όσο κι αυτή η θάλασσα.
Η θάλασσα των παιδικών μας χρόνων. Η θάλασσα που έβρεξε, δρόσισε, ταξίδεψε, αγκάλιασε και γαλήνεψε το κορμί, το βλέμμα, τη σκέψη, το νου και την ψυχή, τη ζωή μας την ίδια.
Ναι, καλά το καταλάβατε, για την Κουρούτα μιλάω.
Κι ήρθαν κι οι εικόνες που ζωντάνεψαν. Οι στιγμές. Τα καλοκαίρια. Γιατί η Κουρούτα ήταν αγαπημένη, κομμάτι του μέσα μας, πολύ πριν την πουν «Μύκονο της Πελοποννήσου».
Μα ναι… Πόσα καλοκαίρια, αλήθεια… Το κουδούνι του σχολείου έπαυε να χτυπάει, διακοπές κι εκείνο μέχρι το Σεπτέμβριο κι όλα ήταν αλλιώς. Μετρούσαμε παγωτά, το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς ή το περίπτερο με το ψυγείο απέξω ήταν καθημερινός προορισμός. Αλλά εκτός από τα παιχνίδια που πια δεν τα εμπόδιζε η σχολική σάκα με τα βιβλία, μετρούσαμε και μπάνια.
«Κοιμήσου το μεσημέρι και μόλις ξυπνήσεις θα πάμε για μπάνιο», κλασική ατάκα που άκουγα τα μεσημέρια μετά το φαγητό… Γιατί, ας το παραδεχτούμε, ελάχιστοι ως παιδιά κλείναμε μάτι τα καλοκαιριάτικα απομεσήμερα, σε πείσμα των γονιών μας που επέμεναν για το αντίθετο. Απλώς περιμέναμε. Να περάσει η ώρα.
Και μετά… Η διαδρομή γνωστή. Τα έξι περίπου χιλιόμετρα ως το κύμα. Αυτοκίνητο; Λεωφορείο του ΚΤΕΛ; Τι σημασία έχει; Φτάνει να σε φέρει ως εκεί. Στη θάλασσα που, μωράκι ακόμα, ενώ φοβόσουν το απέραντο βαθύ μπλε που έβλεπες με δέος ασυναίσθητο, πηγαίο, μπροστά σου να απλώνεται παντού, σε έβαλε πρώτη φορά μια αγκαλιά. Κρατώντας σε. Και σε τύλιξε η αίσθηση του νερού. Κι ένιωσες την ευλογία. Και μετά… Δεν ξεκολλούσες! Ακόμα έχω στ’ αυτιά μου τη φωνή της μάνας μου, «Έλα έξω επιτέλους, φεύγουμε», και στο τσακ να προλαβαίνεις το λεωφορείο της επιστροφής. Α, μην ξεχάσω… Αν δε μου αγόραζαν καλαμπόκι ψημένο στα κάρβουνα με μπόλικο αλάτι, στ’ αλήθεια γινόταν φασαρία, στύλωνα τα πόδια!
Τότε δεν υπήρχαν οι ομπρέλες, οι ξαπλώστρες και τα παραλιακά μαγαζιά που υπάρχουν τώρα. Αλλά φυσικά ούτε και η παλιά εικόνα, της εντελώς αναξιοποίητης ακροθαλασσιάς, οπού, όπως συνήθιζε να λέει ο πατέρας μου, «μεριάζαμε τα καλάμια για να βγούμε στη θάλασσα να κάνουμε μπάνιο». Είχε ήδη γίνει η πρώτη μεγάλη ανάπλαση, επί Δημαρχίας Σπύρου Μπεράτη, που έγινε η αρχή για να αλλάξει το πρόσωπο της Κουρούτας και η ροή της Ιστορίας, το μέλλον της για πάντα με όλες τις επόμενες αναπλάσεις και τις κατασκευές δρόμων και εγκαταστάσεων που ακολούθησαν.
Κάπως έτσι μας έβρισκε το τέλος του Αυγούστου, ξεροψημένους από τον ήλιο, μπορεί και με μερικά εγκαύματα σε ώμους και πλάτες, αφού όσο κι αν φώναζαν, παρακαλούσαν ή μάλωναν οι δικοί μας δε μαζευόμασταν στη σκιά.
Και τα χρόνια πέρασαν, μεγαλώσαμε, μας είπαν στο σχολείο τι είναι το θερινό ηλιοστάσιο, το λιοτρόπι που λέει σε μερικά μέρη ο λαός, κι ότι τότε αστρονομικά αρχίζει το καλοκαίρι, τότε που η μέρα έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια κι ο ήλιος βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο του ουρανού, εδώ, στο βόρειο ημισφαίριο. Τη μέρα που από την απώτατη αρχαιότητα οι άνθρωποι τιμούσαν τον Ήλιο ως Θεότητα, που ανέβαινε η Περσεφόνη από τον Άδη, που άναβαν οι φωτιές του Αϊ Γιάννη και ζωντάνευε η τελετουργία του Κλήδονα.
Και κάπου εκεί, τις νύχτες του Αυγούστου, αφήσαμε την ψυχή μας να την γητέψει, να τη μαγέψει, να την ταξιδέψει το φεγγάρι. Αφήναμε τα μάτια στον ουρανό, στην Πανσέληνο, την πιο λαμπερή του χρόνου, τότε που το φεγγάρι είναι πιο κοντά στον ορίζοντα κι αρπάζει με τα μάγια του στην αγκαλιά του την ύπαρξη του ανθρώπου. Να την κλέψει για λίγο από τα γήινα. Να την πάει σε άλλους κόσμους. Τότε που, το πρόσωπο, που όλοι μας πάντα βλέπαμε στον κύκλο της Σελήνης, μας έκλεινε συνωμοτικά το μάτι.
Κι αν δεν είναι αρκετό το καράβι της ολόγιομης Σελήνης, υπάρχει κι η βροχή, η χρυσή βροχή των Περσείδων. Τα πεφταστέρια που, αν κοιτάξεις το νυχτερινό ουρανό, φαίνονται να έρχονται από τον αστερισμό του Περσέα. Τα απομεινάρια της τεράστιας ουράς του κομήτη 109 Ρ / Σουίφτ – Τατλ που φλέγονται στη γήινη ατμόσφαιρα. Η χρυσή βροχή που μεταμορφώθηκε ο πάντα «μπερμπάντης» Δίας για να σμίξει με την φυλακισμένη σε ένα υπόγειο Δανάη. Κλεισμένη εκεί από τον βασιλιά πατέρα της, που ο χρησμός του είχε πει πως ο εγγονός του θα τον σκότωνε. Και ο εγγονός γεννήθηκε. Τον έλεγαν Περσέα. Κι ήταν αυτός που με την ασπίδα που του έδωσε η Αθήνα σκότωσε τη Μέδουσα κι ελευθέρωσε την Ανδρομέδα. Κι οι δυο τους λάμπουν κάθε νύχτα στον ουρανό, εκείνος αστερισμός κι εκείνη αστερισμός και ομώνυμος γαλαξίας.
Έτσι και φέτος… Ήρθε το Καλοκαίρι. Και είθε να χαμογελάσει σε όλους. Γιατί τα σύννεφα είναι πολλά και σκοτεινά στους ουρανούς αυτού του κόσμου.
Κι όταν, κάπου εκεί τον Αύγουστο, κάποια νύχτα που θα κορυφώνουν το χορό τους στο στερέωμα οι Περσείδες τύχει να δείτε μια να διαγραφεί το σημάδι της στο μαύρο του ουρανού με τη λαμπερή γραμμή που θα αφήνει πίσω της, κάντε μια ευχή. Και που ξέρετε, μπορεί να βγει αληθινή…
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ