14.7 C
Amaliáda
Σάββατο, 14 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΑπόψειςΤο μυαλό, η ψυχή, αυτά ταξίδευαν…

Το μυαλό, η ψυχή, αυτά ταξίδευαν…

Σχετικές ιστορίες

Λαμπερή Έναρξη των Εορτών στο...

Ο Δήμος Ζαχάρως υποδέχεται τις εορτές των Χριστουγέννων και τον ερχομό του νέου έτους με λάμψη, χρώματα και αισιοδοξία,...

Συνάντηση στη Βουλή με την...

Συνάντηση με μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Επαρχίας Ολυμπίας «Η Ολυμπιακή Πρόοδος», είχε η Βουλευτής Ηλείας,...

Τα Αστέρια Αμαλιάδας 44-36 τον...

Μία ακόμα νίκη για το Πρωτάθλημα Μπάσκετ της Β’ Κατηγορίας Παίδων της ΕΣΚΑ-Η στον 3ο Όμιλος προσέθεσαν στο ενεργητικός...

Είχε από ώρα γείρει το κεφάλι στο τζάμι του μεγάλου παραθύρου. Έξω ο ήλιος αρκετά ψηλά ακόμα, απομεσήμερο, δεν είχε έρθει ακόμα απόγευμα. Ο καιρός ψυχρός αλλά την είχε αγκαλιάσει η ζέστη από το σύστημα θέρμανσης του λεωφορείου. Δεν ήταν πολλή η ώρα από τότε που ξεκίνησαν, λιγότερα χιλιόμετρα πίσω της, περισσότερα μπροστά της.
Ένιωσε τον εαυτό της να έχει αφεθεί σε αυτό που ήρθε πηγαία, από τα βάθη της ύπαρξης, χωρίς καν να τη ρωτήσει. Σιγά μην της ζητούσε και την άδεια, να το πνίξει κι αυτό όπως σχεδόν όλα όσα, χρόνια τώρα, είχε ανάγκη η ψυχή της, φώναζε αλλά ποιος την άκουγε; Ή έκλεινε τα αυτιά ή φίμωνε την ψυχή. Γιατί; Εκείνο το γιατί που είχε θαφτεί επειδή ήθελε κότσια κι απόφαση να το ρωτήσει σ’ εκείνη στον καθρέφτη με τα σκοτεινιασμένα μάτια; Γιατί έτσι την έμαθαν ότι πρέπει. Και γιατί τους το επέτρεψε.
Είχε αφεθεί, λοιπόν. Και ταξίδευε. Όχι το κορμί, μέσα σε ένα λεωφορείο που διένυε τα χιλιόμετρα της διαδρομής από και προς την πόλη που σπούδαζε. Το μυαλό και η ψυχή. Αυτά είχαν ανοίξει πανιά και είχαν σαλπάρει. Ναι, τώρα. Σε αυτές τις ώρες μέχρι τον προορισμό. Σε αυτές τις απολύτως δικές της ώρες. Που δεν υπήρχε κανείς να της ζητάει τίποτα. Ούτε το κινητό δε χτυπούσε. Θα τηλεφωνούσε εκείνη όταν θα έφτανε.
Δεν ήξερε από ταξίδια με λεωφορείο. Καλά, ας είμαστε ειλικρινείς, δεν ήξερε από ταξίδια γενικότερα. Σε ένα μικρό κύκλο περιορισμένων χιλιομέτρων όλες τις οι διαδρομές. Μετά τα δέκα της περίπου χρόνια, που ίσως και να έκανε ένα ταξίδι μια φορά το χρόνο, ίσως, όλα τα υπόλοιπα ήταν απλώς μετακινήσεις. Αγχωμένες, πιεσμένες, στενάχωρες μετακινήσεις για γιατρούς, νοσοκομεία, εξετάσεις, θέματα υγείας των γονιών της. Άντε και δυο – τρεις μονοήμερες σχολικές εκδρομές.
Τώρα όμως… Ούτε κι εκείνη μπορούσε να το φανταστεί, να το διανοηθεί καν. Μέχρι που συνέβη. Συνέβη κι ήταν αδιαπραγμάτευτο. Ναι, αυτές οι ώρες ήταν δικές της. Ολοδικές της. Για όλα εκείνα που δεν επέτρεπε στον εαυτό της, στην ψυχή της.
Ιστορίες γεννήθηκαν που ακόμα δεν τολμούσε, δεν είχε βρει τη δύναμη, το θάρρος να τις βάλει στο χαρτί, να τις αρθρώσει, θα γινόταν κι αυτό αργότερα, ευτυχώς υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι – αερικά που έρχονται σαν ευλογία και τίποτα δεν είναι ίδιο πια μετά. Ήρωες και χαρακτήρες που στέκονταν στις γωνιές των διαδρόμων του μέσα της και της μιλούσαν, δεν ήταν θαμμένοι πια με τα ίδια της τα χέρια.
Και εικόνες. Η μία να διαδέχεται την άλλη. Βουνά, λόφοι, θάλασσες, ο ήλιος να ταξιδεύει στο στερέωμα μέχρι να συναντήσει τη γραμμή του ορίζοντα. Αυτοκίνητα. Φορτηγά. Λεωφορεία. Άνθρωποι. Που μιλούσαν, που σώπαιναν μέσα στην καμπίνα ενός αυτοκινήτου. Που ήταν ένα ή ξένοι, που ήταν μαζί ή μόνοι μέσα σε λίγα μόλις εκατοστά. Σπίτια σε μικρούς και μεγαλύτερους οικισμούς, σε πόλεις και χωριά. Κάθε ένα μια ιστορία, μια ή περισσότερες ζωές. Έλα, πες την αλήθεια, παραδέξου το, έλεγε στον εαυτό της, πάντα ξεχώριζες, πάντα σε μαγνήτιζαν εκείνα τα φωτάκια όταν είχε πέσει πια το σκοτάδι, εκείνα τα φωτάκια που σαν φωτεινές κουκκίδες στο μαύρο της νύχτας δήλωναν την παρουσία σπιτιών, κτιρίων, ανθρώπων, ζωών, ψυχών, υπάρξεων.
Μουσικές από τα ηχεία έτρεχαν μαζί της τα χιλιόμετρα της ασφάλτου. Σκέψου κατάπληξη, που έγινε έκπληξη και χαμόγελο όταν πρώτη φορά έπιασε τον εαυτό της να σιγοτραγουδάει. Αυτή σιγοτραγουδούσε μπροστά σε κόσμο, έλα Θεέ μου! Ως την αιωνιότητα θα θυμάται τη στιγμή που πρώτη φορά κύλησαν δάκρυα από τις βρύσες των ματιών της επειδή ένα τραγούδι την χτυπήσει στο στήθος, είχε αγγίξει ως τα έγκατα.
Ώρα δειλινού, ο ουρανός βαμμένος με όλα τα κόκκινα και τα μαβιά του κόσμου, στα ηχεία τραγούδι άγγιγμα τρυφερό και μαχαιριά την ίδια στιγμή κι εκείνη με βροχές στα βλέφαρα λες κι ήταν μόνη στον κόσμο. Εκείνη που ούτε να το διανοηθεί δε θα μπορούσε μέχρι πριν λίγο.
Χαμογέλασε. Ναι, ήταν ευγνώμων. Ευγνώμων που της δόθηκε αυτό.
Χαμογέλασε λες και ήξερε ότι ακόμα και πολλά χρόνια μετά, όταν πια θα είχε καταφέρει να κοιτάξει τον εαυτό της στα μάτια και να αγκαλιάσει το βαρύ της ίσκιο, θα χαμογελούσε με τόση τρυφερότητα κάθε φορά που θα θυμόταν εκείνα τα ταξίδια των τριακοσίων χιλιομέτρων.

spot_img
spot_img

Τελευταίες Δημοσιεύσεις

error: Το περιεχόμενο προστατεύεται!!